Σοννέτο XXII

Στον μικρο, του ροδανθού,  τον κοκκινο τον θάνατο
γύρεψα την δροσιά την τελευταια,
τ΄αναπαντεχου, του αιώνιου, του αληθινού.

Του φιλιού την δροσια, την προίκα γύρεψα
για την ζωη, την άλλη.

Σάμπως, μανουάλια που λαμπυρίζουν στα σκοταδιασμένα μετόχια,
τα άστρα με τους ανθρώπους τους,  κι έρωτες με τους θανάτους τους,
χορέυουν πένθιμο χορό, γύρω απο την τελευταία δροσιά τους.

Ξημέρωμα πικρό θα ΄ρθει για ροδανθούς,
θλιμμένο και για άλλους νεφεληγερέτες, ως λένε,
-τι κι΄ άμα;-, χαλάλι κι αλοίμονο.

Κι εγώ, απο όλα του κόσμου τα ΄χαμμένα,
απ΄όλα της νύχτας τα ατέλειωτα κρουστά, ζηλεψα μόνο,!!
του ροδανθού ,τον μικρο ασήμαντο χαμό.

σονέτο Viii (η ωδή του αηδονιού)

εις την εύα


Εκπαγλόφορη στολή, μεταξένια φτερωτή
που την ράψανε μια νύχτα ,τ¨άνεμου οι μητριές
στέκει μόνο τόσο δα, σαν χaλίφης στο κλαδί
και τις μνήμες μας κερνάει χαρακιές.

Μουσική βιολιού κι ερώτου, άγιο ανακατεμό
που΄χει άρωμα του ήλιου, στο φεγγάρι βουτηγμένο
γι΄αλλο λεει μελαγχολία, γι΄'αλλο λέει λυτρωμό
και για κάποιον συντροφιά του, κει στο σκοταδοβαμμένο.

Εμβαπτίσθη με το κάλλος που τα αυτιά μας αγαπήσαν
κάθε ρίγος που ΄χει λείψει από αγκάλιασμα κορμιών,
και εκρύβη σε σεντόνι, αγαπημένο.

κάθε του μελένια νύχτα, μια καινούρια λιτανεία
και στου κήπου μου το πάλκο, όρκο θα ΄δινα,
πως ετραγούδησε κι απόψε, ευτυχισμένο.



Σονέτο Vii ( σονέτο της θλίψης)

Στου ερέβου το στερέωμα, μία νέα μελαγχολία
και μια του ρίγου συντροφιά, τα χέρια εκρατήσαν
-όργανα που εσταμάτησαν, σαν να τα παρατήσαν-
κι έγραψε τέλος η καρδιά, με μαύρη κιμωλία.

Όση χωρούν τα μάτια αυτά, θλίψη και σκοτεινότη
την κουβαλούνε αιώνια, και στέκουν πετρωμένα
μόνο φορές μερεύουνε σαν να΄ταν κοιμισμένα
σαν την μορφη σου ΄ψαχνουνε, πνιγμένη στην αβρότη.

Κι αν τα κρίνα μαρτυρούνε, τ ΄αγεριού την ιστορία
μοιάζει η άχαρη σκιά μου ,να χει χώρο, γι άλλο πόνο,
λίγο ακόμα να κρατήσει.

Θα περάσουνε τα χρόνια, θα γεράσεις μακρυά μου
και στης σάλας τον καθρέπτη, που κοιτάζω τη μορφή σου
ο αντικατοπτρισμός, θα σβήσει..

ταξίδι στο Αιγαίο

Κάποτε ξέβρασε η ζωή μου μιαν ηχώ
σε ένα του χρόνου ξεχασμένο ακροθαλάσσι,
χωρις ανάσα στο ταξίδι, σαν Γοργώ
που απ την αλμύρα τα λιμάνια είχε ξεχάσει.

Μια ιστορία ξεχασμένη, σφαλερή
απ την αυγη του κόσμου που γραφαν οι ώρες,
μες σε μια μοιρα που εκλείσθη σκοτεινή
σαν τραγουδούσαν οι πλημμύρες και οι μπόρες.

Κι εξεβράσθη σε μιαν όμορφη μικρή
σ΄ενα νησί που θέλεις μέρες για να πιάσεις,
σαν εκολύμπαγε αμέριμνη γυμνή
και την αγγίξαν της ηχούς οι αφροσχάσεις.

Κι εκείνη αμέσως ερωτέυτη την ηχώ
και του πελαου ,τα σούρουπα ,την τραγουδούσε,
.ακόμα νιώθω την ακούω, και ριγώ
όπως στο άγγιγμα της λούνας αυτη ριγούσε.

Μα οσο κι αν έψαξα του κόσμου τα νησιά
και την ζωή μου στο γαλάζιο του, κερνούσα,
ποτέ το πέλαο δεν την έκανε δροσιά
να την μυρίσω ,στα ταξίδια σαν περνούσα.

Ισως να ήτανε γοργόνα μοναχά
ίσως να γέρασε κι αυτή στ ΄ακροθαλάσσι
όπως γεράσανε τα χέρια τα τράχια
ζητώντας πάντα την ηχώ που΄χανε χάσει.

Κι αποσταμένος , στο απάγκιο της ψυχής
σαν παραβάτης του ονείρου του ωραίου,
μονάχα ορίζοντες απόμειναν θαρρείς
κι ενα κι εγώ, θαλασσοπούλι του Αιγαίου.


ανάμνηση

Άν γερνούσαν οι χειμώνες,
εκείνη θα τους αγκάλιαζε
σφιχτά..
..και το αλλοτινό τους άρωμα
θα χόρευε στα μάτια της.

Άν στέρευαν οι θάλασσες,
εκείνη θα έγερνε στη σκιά τους
γλυκά...
...και όλο δροσιά θα ταξίδευαν στα χέρια της
τα ατέλειωτα τραγούδια τους.

Αν πέθαιναν οι έρωτες
εκείνη θα τους τραγουδούσε
λυπητερά...
..και θα γεννιόντουσαν ξανά
στο μέλι της καρδιάς της

Στους άδειους χώρους
του μυαλού μου
τρυγυρνά μια ανάμνηση,
που απο χρόνια ξαγρυπνά
στις άναρθρες πνοές
που τις χάρισα κάποτε.

Την έλεγαν Δική μου
κι ο αέρας πέθαινε
χαρούμενος....
...καθώς μπερδεύονταν
στα μαλλιά της

μια φορά ακόμα

Κοίταξε με
μια φορά ακόμα.
Δεν είμαι εδώ
είμαι στο παρελθόν μας

εκεί μαρμάρωσαν
τα πόδια μου,
κι εκεί ταίζω την αναθυμιά σου
με την κάθε μικρή μου
ανάσταση.


Κοίταξε με
μια φορά ακόμα.
Δεν θα πεθάνω ξανά απόψε
θα μείνω λίγο ακόμα.

Θα γίνω κρίνο
στην κοιλάδα της σιωπής
και θα ανθίσω χίλια χρόνια
σαν χίλια έμειναν τα σάγαπώ
τα απάτητα......


Δέν είμαι στ΄αλήθεια εγώ
Ενας νεκρός μόναχα είναι
που μου μοιάζει...




χαμένα σταυροδρόμια

Είν΄ ο βοριάς ο αλαργινός,
που τρόμαξε τα σταυροδρόμια
κι έμειναν μόνοι οι άνθρωποι.
Μια περιπλάνηση ακόμα
στα κάδρα της ζωής
εκείνα που έχουμε κρεμάσει
σε περίοπτη θέση στο σαλόνι.

Θυμάσαι τα πρωτοβρόχια;
Κράταγες το πρόσωπο σου
πάνω στα κόκκινα σταφύλια
και δεν σε νοιάζαν οι βοριάδες.
Δεν έτρεχαν τότε τα σταυροδρόμια
να ξεφύγουν απελπισμένα
απο τους περιπάτους των ανθρώπων.

Μα τώρα, τόσα χρόνια μετά
ως και τα περιστέρια θαρρείς
έχουν μπερδέψει τους αέρηδες
και περπατούν ανάποδα , χαμένα.
Χαμένη νιότη, χαμένες ελπίδες
Και όλα του θέρους τ΄άνθη, νηπενθή
χαμένα σταυροδρόμια!!!!!!!!